σιτευομένην

σιτευομένην
σῑτευομένην , σιτεύω
feed
pres part mp fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιτεύω — ΝΜΑ [σῑτος] δίνω άφθονη τροφή σε πτηνό ή σε άλλο ζώο για να παχύνει (α. «κίχλην παρά Λουκούλλῳ σιτευομένην», Πλούτ. β. «πιαίνει λέγε μὴ σιτεύει οὐ γὰρ ῥητορικόν», Θωμ. Μάγ.) νεοελλ. (για κρέας) παραμένω ωμός για ένα χρονικό διάστημα ώσπου να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”